- καλαμινθίνη
- κᾰλᾰμινθίνη, ἡ, = foreg., Zopyr. ap. Orib.14.62.1 codd.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμινθίνη — καλαμινθίνη, ἡ (Α) άλλη ονομασία τού αρωματικού φυτού καλαμίνθη*, καλαμίθρα* … Dictionary of Greek
καλαμινθίνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμινθίνης — καλαμινθίνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)